Καλωσορίσατε!

Αυτή είναι μια θεωρία της οικονομίας η οποία εξηγεί τους λόγους του κρατικού χρέους, τις  πηγές κέρδους και τις αρχές του διεθνούς εμπορίου.

Παρακαλούμε, διαβάστε τα κεφάλαια ένα προς ένα για να μάθετε τους κανόνες και την κρυμμένη λογική που δεν σας δίδαξαν στα σχολεία. Θα καταλάβετε γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ισορροπημένος προϋπολογισμός, σε ποιους οφείλονται όλα αυτά τα χρέη και γιατί.

Αν καταφέρετε να διαβάσετε μέχρι το τέλος, θα μπορέσετε να γίνετε ένας αρκετά ικανός μελλοντικός υπουργός οικονομικών και δεν θα χρειαστεί ποτέ να αναρωτηθείτε γιατί τα πράγματα είναι όπως είναι. Η γνώση είναι το κλειδί προς την ελευθερία και αν καταφέρετε να διαβάσετε αυτά τα κεφάλαια, τότε κανένας πολιτικός δεν θα σας ξεγελάσει ξανά.

Καλή τύχη!

Βασική αρχή του καπιταλισμού είναι ότι καταρτισμένα άτομα ξεκινούν νέες επιχειρήσεις, εφευρίσκοντας νέα προϊόντα τα οποία σημειώνουν επιτυχία στις αγορές και, επομένως, αποφέρουν κέρδη, τα οποία αποτελούν, δικαιωματικά, για αυτά τα άτομα επιβράβευση για το ρίσκο που πήραν και για την καινοτομία που εισήγαγαν. Ακολούθως, τα κέρδη επενδύονται ξανά μέσω τραπεζών και κεφαλαιαγορών σε νέες επιχειρήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους ωθούν νέες καινοτομίες, νέες επιχειρήσεις, και ο κύκλος αυτός επαναλαμβάνεται αδιαλείπτως. Οι επιτυχημένες επιχειρήσεις δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, πληρώνουν φόρους κ.λπ., ενώ οι αποτυχημένες χρεοκοπούν και κάνουν χώρο σε αυτές που είναι πιο ικανές να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των καταναλωτών και να χρησιμοποιήσουν καλύτερα το κεφάλαιο και τους φυσικούς πόρους. Με μια πρώτη ματιά, αυτή η εξίσωση δεν φαίνεται να περικλείει κάποιο λάθος, το σύστημα είναι τέλειο και αυτός είναι ένας ιδανικός τρόπος οργάνωσης της ανθρώπινης κοινωνίας.

Γιατί τότε έχουμε οικονομική κρίση; Γιατί κάθε περίπου 30 χρόνια τα χρηματιστήρια καταρρέουν, οι αποταμιεύσεις εκατομμυρίων ανθρώπων γίνονται σκόνη και ακόμα περισσότερα εκατομμύρια ανθρώπων καταδικάζονται να ζουν χωρίς ελπίδα για το αύριο; Γιατί τόσα άτομα παραμένουν άνεργα και δεν μπορούν να βρουν δουλειά, ό,τι και να κάνουν; Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων δεν έχουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, άλλοι πεθαίνουν στο δρόμο χωρίς ιατρική περίθαλψη. Στον 21ο αιώνα. Έχουμε όλα τα τεχνολογικά μέσα που κάποιος μπορεί να φανταστεί: ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ηλεκτρονικά μικροσκόπια, διαστημικά λεωφορεία που μας έχουν πάρει στο διάστημα, όμως, ακόμα δεν έχουμε κατορθώσει να φέρουμε κοινωνική ειρήνη και ευμάρεια σε όλους.

Το πρόβλημα βρίσκεται στο σύστημα αυτό καθαυτό. Δεν είναι, όμως, προφανές· από την οπτική γωνία ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης δεν είναι δυνατό να φανούν τα κρυμμένα σφάλματα, τα οποία βρίσκονται ενσωματωμένα στο γενετικό κώδικα αυτού του τέλειου συστήματος και είναι προγραμματισμένα να το καταστρέψουν. Το πρόβλημα αυτό θα φανερωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου. Ο χρόνος θα δώσει τη δυνατότητα στο παθογόνο να αναπτυχθεί πλήρως και να φτάσει στο κρίσιμο σημείο, όπου και πλέον δεν θα είναι δυνατό κάποιος να προσποιηθεί ότι δεν βλέπει το πρόβλημα.  Όταν η ασθένεια πάρει την ολοκληρωμένη της μορφή, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις ρίζες της, τις αιτίες, τους τρόπους ανάπτυξής της και τις τεχνικές εμφάνισής της, ώστε να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τη σωστή θεραπεία εγκαίρως. Αν πάρουμε σωστές αποφάσεις, μπορούμε να θεραπεύσουμε το οικονομικό μας σύστημα. Αν, όμως, επιλέξουμε λανθασμένα, τότε η οικονομία θα πεθάνει. Αυτό έχει ξανασυμβεί το 30, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Η συμβουλή των τότε πολιτικών ηγετών και οικονομολόγων ήταν: Λιτότητα!!! Κλείσιμο θέσεων εργασίας, ρευστοποίηση των αποθεμάτων, ρευστοποίηση φαρμών. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Οξύτατες υφέσεις της οικονομίας, εκατομμύρια ανέργων, πτώση σε όλα τα επίπεδα. Μάθαμε, όμως, το μάθημά μας; Γνωρίζουμε γιατί ήταν τόσο λάθος, ποιος  ήταν ο πραγματικός λόγος που προκάλεσε μια τόσο μεγάλη πτώση; Είναι η σημερινή κατάσταση ο καθρέφτης της δεκαετίας του τριάντα; Το ρητό λέει πως αυτός που δεν μαθαίνει από την ιστορία είναι καταδικασμένος να την επαναλάβει.

Ας ρίξουμε μαζί μια ματιά, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις και πολιτικούς χρωματισμούς, στο πώς δημιουργείται το κέρδος, πώς συγκεντρώνεται και διανέμεται, τι είναι κεφάλαιο και ποιοι οι γενετικοί κανόνες του καπιταλιστικού μας συστήματος.     

 

 

3. Επιπρόσθετοι πόροι απαραίτητοι για δημιουργία κέρδους

Ποιοι είναι αυτοί οι επιπρόσθετοι πόροι; Ας τους αναλύσουμε λεπτομερώς:


Όντως, αποτελεί μια σοκαριστική ανακάλυψη ότι στην πραγματικότητα οποιοδήποτε κέρδος στην οικονομία επιτυγχάνεται μόνο μέσω των ιδιωτικών δανείων, της κατανάλωσης των αποταμιεύσεων, των κρατικών μεταφορών χρημάτων και της κατανάλωσης κέρδους με τη μορφή δαπανών του ατομικού κέρδους ή των συντάξεων.

Κρίνοντας τες μακροπρόθεσμα, οι αποταμιεύσεις είναι μία αβέβαιη πηγή κατανάλωσης. Πρώτον, ο όγκος τους είναι περιορισμένος. Δεύτερον, το γεγονός ύπαρξής του από μόνο του υποδηλώνει ότι σε προηγούμενες περιόδους οι άνθρωποι δεν μετέτρεψαν όλους του μισθούς τους σε πωλήσεις και, επομένως, το κέρδος στο παρελθόν μειώθηκε τόσο όσο ήταν ακριβώς και το σύνολο των αποταμιεύσεων. Όσο αντικειμενικά πολύτιμες και να είναι οι αποταμιεύσεις , δεν αποτελούν μία βιώσιμη πηγή οικονομικής ανάπτυξης διότι ο όγκος τους θα συρρικνωθεί και εντέλει θα μηδενιστεί. Υποθέτοντας ότι εντός ενός έτους οι άνθρωποι αποταμίευαν όλα όσα κέρδιζαν με τη μορφή μισθών και δεν είχαν άλλα εισοδήματα μέσω δανείων και χρηματικών μεταφορών, τότε το παγκόσμιο κέρδος αυτού του χρόνου θα ήταν μηδέν.

Επομένως, οδηγούμαστε στο εξής:

 

Όλες οι δαπάνες στην πραγματικότητα είναι τροποποιημένοι μισθοί και κέρδη.

Το κέρδος για να επιτευχθεί χρειάζεται, εκτός από μισθούς ως βασική διανεμημένη αγοραστική δύναμη, κι επιπρόσθετους πόρους,  που θα το συμπληρώσουν  σε βαθμό ώστε να επιτραπεί η επίτευξή του. Άρα, το κέρδος μακροπρόθεσμα και σε παγκόσμια κλίμακα εξαρτάται εξολοκλήρου από τον όγκο των δανείων στο σύστημα, τις μεταφορές  χρημάτων και την κατανάλωση των κερδών που έχουν ήδη δημιουργηθεί. Διαφορετικά δεν υπάρχει άλλος τρόπος επίτευξης κέρδους παγκοσμίως.

Αυτή είναι ο πυρήνας  της θεωρίας. Οι συνέπειες, όμως είναι πολυσχιδείς.

2. Δημιουργία κέρδους

Το κέρδος είναι ο απώτερος στόχος για τους περισσότερους επιχειρηματικούς φορείς. Όμως, τι σημαίνει ακριβώς η επίτευξη κέρδους στην οικονομία και πώς μια τέτοια επαναλαμβανόμενη επιτυχία επηρεάζει το χρηματοοικονομικό μας σύστημα; Για να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις αυτής της διαδικασίας, θα πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε πολύ απλούς λογιστικούς κανόνες. Τίποτα το περίπλοκο, απλά κάποιες αναγκαίες αρχές: Μία εταιρεία έχει κέρδος όταν οι πωλήσεις της είναι μεγαλύτερες των δαπανών της. Εύκολο, έτσι;

Το τι απαρτίζει το κομμάτι των πωλήσεων δεν είναι σημαντικό για την ώρα, καθώς είναι επιλογή του κάθε επιχειρηματία πού επιθυμεί να δραστηριοποιήσει την επιχείρησή του.

Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το κομμάτι του κόστους. Τα στοιχεία κόστους περιλαμβάνουν τους μισθούς, τις ύλες, τους υπεργολάβους και τις δαπάνες κεφαλαίου. Αυτή είναι μια απλοποιημένη, πλην, όμως, επαρκής άποψη. Ας κοιτάξουμε τώρα πιο προσεκτικά τα έξοδα το καθένα ξεχωριστά. Αν οι ύλες μπορούν να κοστολογηθούν, από πού προέρχεται αυτή η τιμή; Οι πρώτες ύλες, είτε φυσικές είτε τεχνητές, διανέμονται από εταιρείες οι οποίες έχουν και αυτές τους δικούς τους υπαλλήλους, χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες των δικών τους υπεργολάβων και τις δικές τους ύλες και, τέλος, προσπαθούν να επιτύχουν κέρδος. Πώς καθορίζεται η τιμή του άνθρακα; Μια πολυεθνική πρέπει να πληρώσει τους υπαλλήλους και τους υπεργολάβους της και να καθορίσει μία τιμή υψηλότερη από αυτές τις δαπάνες, έτσι ώστε να επιτύχει και κάποιο κέρδος. Το ίδιο ισχύει, επίσης, και για εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες, ενέργεια και κεφάλαιο. Η τιμή θα πρέπει πάντα να είναι μεγαλύτερη από το σύνολο των εξόδων, συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών κεφαλαίου.

Αυτό μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

 

Άρα μπορούμε να δούμε ότι όλες οι υπόλοιπες δαπάνες στην ουσία μετατρέπονται σε δαπάνες μισθών και κέρδη. Κάτω από τα έξοδα των υπεργολάβων, μπορούμε να αντιληφθούμε την ευρύτερη κατηγορία που περικλείει ύλες, υπηρεσίες και κεφάλαιο. Οι δαπάνες για την υπεργολαβία Β αποτελούνται από τους μισθούς της εταιρείας Β, το κέρδος Β και τα υπεργολαβικά έξοδα άλλων εταιρειών επιμερισμένα σε αυτήν την υπεργολαβία. Με τον ίδιο τρόπο τα έξοδα Γ αποτελούνται από παρόμοια στοιχεία κ.ο.κ., μέχρι το τέλος της πυραμίδας.

Ναι, ακόμα και η τιμή του κεφαλαίου, στην πραγματικότητα, καθορίζεται από το κόστος εργασίας (διάφοροι λειτουργοί τράπεζας) και το κέρδος (όπως καθορίζεται από τη διαφορά μεταξύ των επιτοκίων για πελάτες και τις δαπάνες κεφαλαίου από αποταμιεύσεις ή από τη διατραπεζική αγορά).

Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το κέρδος οποιασδήποτε εταιρείας είναι η διαφορά μεταξύ των πωλήσεων και των μισθών των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτές τις πωλήσεις σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όπως, επίσης, και του περιθωρίου κέρδους όλων των υπεργολάβων.

 

Για μια επιχείρηση Α, η επίτευξη κέρδους προκύπτει, όταν οι πωλήσεις είναι μεγαλύτερες των δαπανών, που σημαίνει ότι το σύνολο των μισθών όσων λαμβάνουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία παραγωγής πρέπει να είναι χαμηλότερο των πωλήσεων.

 

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η παγίδα!!! Αν αυτή είναι η εξίσωση μιας επιτυχημένης εταιρείας, πώς μπορεί αυτή η παραγωγή να πραγματοποιηθεί; Πώς μπορείτε να πουλήσετε την παραγωγή, όταν η αγοραστική δύναμη όλων των υπαλλήλων που συμμετέχουν στη διαδικασία δημιουργίας της είναι λιγότερη των προγραμματιζόμενων πωλήσεων; Αν προσθέσετε όλους τους καταβαλλόμενους μισθούς που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη διαδικασία παραγωγής (όχι μόνο τους άμεσους μισθούς, αλλά και τους μισθούς όλων των υπεργολάβων που λαμβάνουν μέρος σε αυτήν και οι οποίοι παρέχουν βοήθεια, όπως ύλες, υπηρεσίες και εξοπλισμό), θα διαπιστώσετε ότι είναι χαμηλότεροι από τις προγραμματιζόμενες πωλήσεις μέσω του ακριβούς προγραμματισμού των κερδών.

Το παράδειγμα:

Η επιχείρηση Α χρησιμοποιεί τους δικούς της εργάτες και τους πληρώνει 100δολ. Εκτός από τα εργατικά έξοδα, αγοράζει ύλες αξίας 30δολ. από την επιχείρηση Β και χρησιμοποιεί εξοπλισμό αξίας 40δολ., ο οποίος κατασκευάζεται από την επιχείρηση Γ. Ο εξοπλισμός αναμένεται να χρησιμοποιηθεί για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, άρα τα έξοδα υπολογίζονται ως το ¼ των 40δολ.= 10δολ. το χρόνο. Συνεπώς, οι συνολικές δαπάνες της επιχείρησης Α είναι: 100 + 30 + 10 = 140δολ. Αν η επιχείρηση προγραμματίζει την επίτευξη κέρδους της τάξης του 10%, τότε θα πρέπει να πουλήσει οτιδήποτε παράγει για 140 × 1,1= 154δολ.

 

Η επιχείρηση Β, ως προμηθευτής ύλης, πρέπει, επίσης, να έχει κέρδος. Αν θεωρήσουμε ότι το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους θα είναι και σε αυτήν την περίπτωση 10%, οι καταβαλλόμενοι μισθοί των ανθρώπων που συμμετέχουν σε αυτήν τη διανομή δεν μπορούν να ξεπερνούν τα 30÷1,1= 27δολ. Αν καταβάλλουν υψηλότερους μισθούς, τότε δεν θα επιτύχουν το προγραμματιζόμενο περιθώριο του 10%.

Αν η επιχείρηση Γ, ως κατασκευαστής εξοπλισμού με μακρά διάρκεια ζωής, επιθυμεί την επίτευξη κέρδους, θα πρέπει να λάβει υπόψη της ότι οι μισθοί που θα πληρώσει στους εργαζόμενούς της θα πρέπει να υπολογιστούν σύμφωνα με το προσδοκώμενο κύκλο εργασιών (τζίρος). Επομένως, δεν μπορεί να πληρώσει τους εργαζόμενούς της περισσότερο από 10÷1,1=9δολ. ετησίως, αν το αναμενόμενο περιθώριο κέρδους είναι ξανά 10%. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο μικροοικονομίας, δεν θα πουλήσουν νέο εξοπλισμό μέχρι ο παλιός να χάσει εντελώς την αξία του και, έτσι, η επιχείρηση Α να χρειάζεται νέο.

Η αγοραστική δύναμη που προκύπτει, λοιπόν, και η οποία διανέμεται μέσω των μισθών είναι η ακόλουθη:

ΣΖ (συνολική ζήτηση = αγοραστική δύναμη) = 100δολ.(Α) + 27δολ.(Β) + 9δολ.(Γ)= 136δολ.

 

Η συνολική προσφορά προϊόντων της επιχείρησης Α είναι: ΣΠ= 154δολ. Η διαφορά μεταξύ της ΣΠ και της ΣΖ είναι 18δολ., η οποία είναι το άθροισμα των 14δολ.(κέρδος Α)+ 3δολ.(κέρδος Β) + 1δολ.(κέρδος Γ).

Άρα, η παραγωγή της επιχείρησης Α θα είναι κάπως δύσκολο να πραγματοποιηθεί, καθώς πολύ απλά δεν υπάρχει αρκετή αγοραστική δύναμη διανεμημένη μέσω των μισθών σε σύγκριση με την προσδοκώμενη αγοραστική δύναμη των πωλήσεων. Αυτό το απλό παράδειγμα περιγράφει το πρόβλημα του κέρδους και των επιπτώσεών του στη μειωμένη αγοραστική δύναμη. Όσο πιο μεγάλο είναι το περιθώριο κέρδους, τόσο μεγαλύτερη είναι η τελική διαφορά μεταξύ της διαθέσιμης ζήτησης και της παρεχόμενης προσφοράς.

Πολύ σωστά θα πείτε ότι οι πωλήσεις επιτυγχάνονται, κυρίως, μέσω των πελατών που δεν είναι υπάλληλοι. Σωστά. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι με τη σειρά τους είναι υπάλληλοι κάποιας άλλης εταιρείας, όπως, επίσης, και ο εργοδότης τους που ακολουθεί την ίδια εξίσωση. Και αυτός με τη σειρά του επιθυμεί την επίτευξη κέρδους. Συνεπώς, και αυτός λογικά καθορίζει τις τιμές του με τέτοιο τρόπο, ώστε οι προγραμματιζόμενες πωλήσεις να είναι υψηλότερες από το σύνολο των άμεσων και τροποποιημένων μισθών που πρέπει να πληρώσει. Επομένως, μπορούμε να μετατρέψουμε την εξίσωση μίας επιχείρησης σε μια παγκόσμια εξίσωση, περιγράφοντας το άθροισμα όλων των πωλήσεων όλων των επιχειρήσεων σε μια οικονομία:

 

Παράδειγμα:

Μπορούμε να προσθέσουμε την επιχείρηση Δ, η οποία παράγει κάποιο άλλο προϊόν, πληρώνοντας μισθούς 1000δολ., και προγραμματίζει περιθώριο κέρδους της τάξης των 20δολ., άρα αναμένει πωλήσεις των 1200δολ.

Η διαθέσιμη αγοραστική δύναμη διανεμημένη μέσω αυτών των δύο επιχειρήσεων είναι τώρα 1000(Δ)+136(Α+Β+Γ)= 1136δολ.

Η προσφορά αντιπροσωπεύεται από δύο διαδικασίες παραγωγής, αξίας 154(Α) + 1200(Δ) = 1354δολ.

Ακόμα και αν η δεύτερη επιχείρηση αύξανε σημαντικά την αγοραστική δύναμη σε αυτό το σύστημα, το σύνολο των πελατών δεν θα μπορούσε να αγοράσει αυτά που θα πρόσφερε η επιχείρηση. Η διαφορά μεταξύ της ΣΠ(1354) και της ΣΖ(1136) περιλαμβάνεται ξανά στο κέρδος: 18δολ.(Α+Β+Γ) + 200δολ.(Δ) = 1354δολ.-1136δολ.

Ένα υποθετικό σενάριο θα ήταν οι καλά αμειβόμενοι υπάλληλοι της εταιρείας Δ να αγόραζαν όλη την παραγωγή της εταιρείας Α, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα απέμενε ανεπαρκής ζήτηση (1136-136= 1000δολ.) για να ικανοποιήσει τις πωλήσεις της εταιρείας Δ. Τουλάχιστον, χωρίς καθόλου κέρδος. Αν όλοι οι υπάλληλοι που συμμετέχουν στο δέντρο παραγωγής Α+Β+Γ χρησιμοποιούσαν τους μισθούς τους για να συμπληρώσουν την αγοραστική δύναμη των υπαλλήλων της επιχείρησης Δ, θα ήταν σε θέση να αγοράσουν σχεδόν το 95% (1136÷1200) της παραγωγής Δ, διατηρώντας, παράλληλα, το περιθώριο κέρδους. Παρόλα αυτά, οι εταιρείες Α, Β και Γ δεν θα πραγματοποιούσαν καθόλου πωλήσεις και θα κατέληγαν στη χρεωκοπία.

Το αποτέλεσμα είναι σοκαριστικό και εκπληκτικό για πολλούς:

Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν μόνο το εισόδημα ενός υπαλλήλου και οι πωλήσεις προέκυπταν μόνο από αυτούς τους πόρους, δεν θα ήταν εφικτό να επιτευχθεί το προγραμματιζόμενο κέρδος, καθώς η αγοραστική δύναμη διανεμημένη μέσω των επιχειρήσεων με τη μορφή μισθών είναι χαμηλότερη των προγραμματιζόμενων πωλήσεων.

 

Οι άνθρωποι μπορούν να αγοράζουν μόνο τόσα όσα τους επιτρέπουν οι μισθοί που αμείβονται και άλλοι πόροι τους οποίους ονομάζουμε επιπρόσθετους. Καθώς οι μισθοί που προγραμματίζονται και, εν τέλει, καταβάλλονται είναι χαμηλότεροι των συνολικών πωλήσεων, αυτές οι πωλήσεις δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν μέσω του όγκου των μισθών. Είναι μαθηματικά αδύνατο. Τότε, πώς γίνεται το σύστημα αυτό να συνεχίζει να λειτουργεί; (Διότι λειτουργεί, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται)

 

3.1 Ιδιωτικά δάνεια

Καθώς οι μισθοί δεν είναι αρκετοί για τη δημιουργία κερδών σε παγκόσμια κλίμακα, οι άνθρωποι και οι εταιρείες πρέπει να δανειστούν. Γνωρίζουμε όλοι πώς: ενυπόθηκα δάνεια, καταναλωτικά δάνεια κάθε είδους, πιστωτικές κάρτες. Όσο πιο πολύ δανειζόμαστε και ξοδεύουμε, τόσο πιο υψηλές είναι οι πωλήσεις που επιτυγχάνονται και τα κέρδη των εταιρειών.

Το πρόβλημα είναι ότι τα δάνεια πρέπει να αποπληρώνονται. Αν και, το χρόνο που το δάνειο μετατρέπεται σε πωλήσεις, υπάρχει μεγαλύτερη ροή χρημάτων στο σύστημα, τα επόμενα χρόνια ο όγκος των χρημάτων στην οικονομία συρρικνώνεται μέσω των δόσεων και του επιτοκίου. Αυτά τα χρήματα παύουν να ρέουν στο σύστημα, δεν μπορούν να παράγουν νέες πωλήσεις και επιστρέφονται στις τράπεζες. Ο μόνος τρόπος για να αρχίσουν ξανά τη ροή τους θα ήταν μέσω περισσότερων δανείων. Εντούτοις, χωρίς περεταίρω νομισματικές πολιτικές μεθοδεύσεις, αυτή η κατάσταση είναι αδύνατο να διατηρηθεί επ’ αόριστον.

Φανταστείτε ένα απλό ενυπόθηκο δάνειο διάρκειας 20 χρόνων με ετήσιο επιτόκιο 4%. Γνωρίζετε πόσο παραπάνω από το αρχικό ποσό θα πληρώσετε; 47% περισσότερο. Αν λάβετε το ίδιο δάνειο με διάρκεια 30 χρόνων το αποτέλεσμα θα σας εκπλήξει: 73%!

Η γραφική παράσταση δείχνει πόση αγοραστική δύναμη συνολικά χάνει η οικονομία στην περίπτωση που οι αγορές χρηματοδοτούνται από δάνεια. Η μεθοδολογία είναι απλή, καθώς γίνεται σύγκριση του επιτοκίου που έχει πληρωθεί κατά τη συνολική διάρκεια του δανείου με το αρχικό πόσο του δανείου.

 

Αυτά τα επιπρόσθετα χρήματα που πληρώνετε σε επιτόκια είναι δαπάνες  χαμένων ευκαιριών. Δηλαδή αντιπροσωπεύουν  τις πωλήσεις τις οποίες ποτέ δεν πρόκειται να κάνετε διότι αποφασίσατε να κάνετε αγορές μέσω δανείων. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι ο μόνιμος αποδεκατισμός της αγοραστική σας δύναμης  για δεκαετίες. Σε αυτήν την απόφαση φτάνουν χιλιάδες νοικοκυριά καθημερινώς  με αποτέλεσμα οι  αποφάσεις αυτές  να δημιουργούν  το  συσσωρευμένο  αποτέλεσμα της θετικής πλευράς των δανείων πάνω στις πωλήσεις (εφήμερη αύξηση κερδών), αλλά και της αρνητικής, δηλαδή η σίγουρη υποβάθμιση των πωλήσεων (κερδών) στο μέλλον. Τα επιτόκια αντιπροσωπεύουν τη μείωση της ρέουσας νομισματικής προσφοράς, διαφορά η οποία αν δεν καλυφθεί τότε όλο το χρηματοοικονομικό σύστημα θα καταρρεύσει.

 

  1. Στην αρχή του κύκλου, υπάρχουν κεφάλαια στην τράπεζα που προέρχονται από τα κέρδη των προηγούμενων χρόνων. Ως κέρδη ονομάζουμε εδώ όλες τις μορφές κερδών, δηλαδή εταιρικά κέρδη και ατομικές αποταμιεύσεις.
  2. Στο επόμενο στάδιο, τα νοικοκυριά θα λάβουν δάνεια, τα οποία θα μετατραπούν σε κατανάλωση, πωλήσεις και θα φέρουν κέρδη στις επιχειρήσεις. Αυτά τα κέρδη χρηματοδοτούνται από παλαιότερα κέρδη, τα οποία στην παρούσα φάση δεν έχει πλέον τράπεζα.
  3. Τα νέα κέρδη επιστρέφουν στις τράπεζες, ενώ τα παλαιά κεφάλαια αποτελούν τα απόντα χρήματα, τα οποία στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν. Αν οι κάτοχοί τους -οι καταθέτες- ήθελαν να τα αποσύρουν σε αυτή τη χρονική στιγμή (μαζί με τους νέους καταθέτες που μόλις κατέθεσαν νέα κέρδη), δεν θα ήταν δυνατό διότι η τράπεζα δεν διαθέτει αυτά τα χρήματα και, μάλιστα, θα τα έχει μόνο σε περίπτωση που τα νοικοκυριά αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Αυτό, αρχικώς, αποτελεί ένα συστημικό κίνδυνο για το τραπεζικό σύστημα που παράγει νέα χρήματα. Και, όντως, έτσι είναι, αφού οι καταθέτες πιστεύουν ότι τα χρήματά τους βρίσκονται ασφαλή στην τράπεζα, αλλά στην πραγματικότητα αυτά τα χρήματα δεν είναι εκεί. Εάν όλοι οι καταθέτες αποφάσιζαν να αποσύρουν ταυτόχρονα όλα τους τα χρήματα, οποιαδήποτε τράπεζα χωρίς κάποια υποστήριξη θα χρεοκοπούσε αμέσως. Οποιαδήποτε τράπεζα. Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει κάποια εναλλακτική για αναχρηματοδότηση (είτε διατραπεζική είτε μέσω της κεντρικής τράπεζας), η οποία μπορεί να συμπληρώνει εφήμερα τους απόντες οικονομικούς πόρους που θα επιστρέψουν στο μέλλον μέσω των δόσεων των εκδιδόμενων δανείων.
  4. Στη συνέχεια έρχεται το στάδιο της αποπληρωμής, τα νοικοκυριά μειώνουν τη συνήθης κατανάλωσή τους τόσο όσο ξοδεύουν για την πληρωμή των δόσεων και του επιτοκίου. Τα κέρδη των επιχειρήσεων μειώνονται σε συνάρτηση με την πτώση των πωλήσεων. Η ζημιά στον ιδιωτικό τομέα ισούται με το συνολικό όγκο των δόσεων.
  5. Όσο πιο λίγα χρήματα ρέουν στην αγορά, τόσο πιο πολύ πέφτουν οι πωλήσεις. Όλο και περισσότερα χρήματα βρίσκονται στις τράπεζες, διότι τα επιτόκια προκαλούν την κάμψη της αγοραστικής δύναμης. Τα απόντα χρήματα στις τράπεζες καλύπτονται (λόγω των δόσεων), κάτι που σημαίνει ότι τα χρήματα επιστρέφουν στους λογαριασμούς και στην πραγματικότητα. Οι άνθρωποι δεν θέλουν πια να δανείζονται, καθώς οι δόσεις που πληρώνουν τώρα είναι το μέγιστο που μπορούν να καλύψουν.
  6. Τη στιγμή που ολοκληρώνεται η αποπληρωμή όλων των δανείων το χρέος των νοικοκυριών είναι μηδενικό, ενώ η τράπεζα έχει στους λογαριασμούς της οικονομικούς πόρους ίσους με τον όγκο του αρχικού κεφαλαίου, καθώς και νέα κέρδη και πληρωμένα επιτόκια. Εντούτοις, τα νέα χρήματα δεν δημιουργούνται από το πουθενά. Σύμφωνα με το νόμο της διατήρησης της ύλης, αυτά τα χρήματα προέρχονται από την πραγματική οικονομία, όπου η απόσυρσή τους από την κυκλοφορία προκάλεσε ελάττωση των πωλήσεων άλλων επιχειρήσεων ίση με το ποσό των νέων κερδών συν του επιτοκίου.

Άρα, οι εταιρείες είχαν κάποιο κέρδος, η τράπεζα έλαβε τα επιτόκια, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα τα κέρδη αυτά αντισταθμίστηκαν εξολοκλήρου από τις ζημιές σε διάφορες πτυχές της οικονομίας, μέσω των ζημιών στις πωλήσεις.

 

Από την ανάλυση που προηγήθηκε, γίνεται ξεκάθαρο ότι τα δάνεια δεν μπορούν να αποτελέσουν μία μόνιμη και βιώσιμη πηγή κερδών στον καπιταλισμό. Αν οι άνθρωποι χρηματοδοτούν τις ανάγκες τους μέσω δανείων, αυτό μπορεί να αυξάνει και θα αυξήσει τα κέρδη κάποιων επιχειρήσεων, ενώ δημιουργείται και κέρδος στις τράπεζες κατά την αποπληρωμή των επιτοκίων. Παρόλα αυτά, σε συνολικό παγκόσμιο επίπεδο αυτό προκαλεί ύφεση των πωλήσεων σε άλλες πτυχές της οικονομίας, επειδή η αγοραστική δύναμη όλων των ανθρώπων έχει μειωθεί λόγω των δόσεων, οι οποίες δεν εμφανίζονται ως πωλήσεις. Τα επιτόκια αντιπροσωπεύουν την επιδεινωμένη κατάσταση κατά την οποία το αποτέλεσμα των ανοδικών παγκόσμιων ζημιών πολλαπλασιάζεται και είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη που παράγονται μέσω των πωλήσεων επί πιστώσει. Μπορούμε να το νιώσουμε από μόνοι μας χωρίς καμία βαθύτερη ανάλυση. Από τη στιγμή που παίρνουμε ένα ενυπόθηκο δάνειο ή οποιοδήποτε άλλο δάνειο, ο τρόπος ξοδέματος των χρημάτων μας αλλάζει δραματικά: μειώνουμε τα σταθερά μας έξοδα και αποταμιεύουμε περισσότερο για να καλύψουμε τις δόσεις.

Αν κάποιος αντιπαραθέσει την άποψη ότι τα δάνεια μπορούν να αποπληρωθούν με καινούργια δάνεια, υψηλότερα και από τα προηγούμενα, τότε η απάντηση είναι η σκληρή πραγματικότητα. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να ανταποκριθεί μόνο σε ένα ορισμένο επίπεδο δανεισμού, το οποίο καθορίζεται από το διαθέσιμο εισόδημά του, αφαιρώντας, φυσικά, τα απαραίτητα έξοδα διαβίωσης. Αν κάποιος είχε ήδη φτάσει σε αυτό το επίπεδο χρέους, τότε μια περαιτέρω αύξησή του δεν θα ήταν δυνατή. Δεν θα είχε τους πόρους για να το αποπληρώσει και θα χρεοκοπούσε.

Ο όγκος, επομένως, των κερδών που προέρχονται από δάνεια είναι συνεχής και προκύπτει από τη συνολική ικανότητα ατομικού χρέους επί του συνολικού αριθμού των ανθρώπων σε μια κοινωνία.

Είναι πολύ σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι μια τέτοια ανάπτυξη κέρδους μπορεί να είναι μόνο προσωρινή και άκρως συγκυριακή, καθώς και ότι μόνο εικονικά αντικαθιστά τη  χαμένη αγοραστική δύναμη των ανθρώπων. Αυτό που στην αρχή μετατρέπεται σε κέρδος, κατά τη διάρκεια της περιόδου της πλήρης αποπληρωμής αποτελεί πηγή ζημιών. Οι ζημιές αυτές εμφανίζονται με τη μορφή πωλήσεων που δεν έχουν πραγματοποιηθεί λόγω της μόνιμης ύφεσης της αγοραστικής δύναμης, γεγονός που οφείλεται στις αποπληρωμές του αρχικού ποσού του δανείου και των επιτοκίων.

Αν έχουμε μία κοινωνία, στην οποία υπάρχει ροή ενός συγκεκριμένου ποσού χρημάτων που προέρχεται από μισθούς (τα οποία από μόνα τους δεν επαρκούν για την επίτευξη κέρδους), και δημιουργούμε επιπρόσθετη αγοραστική δύναμη μέσω δανείων, τότε όταν θα έρθει η ώρα των αποπληρωμών, θα βρεθούμε σε μία κατάσταση που δεν θα υπάρχουν αρκετά χρήματα στην οικονομία για να αποπληρώσουμε όλα τα δάνεια.

Πολύ απλά, αν υπάρχει, για παράδειγμα, ροή 1 εκ. δολ. και για να αποπληρώσουμε τα δάνεια και τα επιτόκια χρειαζόμαστε 1,4 εκ. δολ., αυτό το 0,4 εκ. δολ. που δεν υπάρχει θα κάνει αισθητή την απουσία του όταν ένας συγκεκριμένος αριθμός δανείων δεν αποπληρωθεί καθόλου, οδηγώντας ανθρώπους και επιχειρήσεις να κηρύξουν πτώχευση. Κατά τη διάρκεια αυτής της πτώχευσης, ο όγκος των κεφαλαίων στην τράπεζα θα ελαττωθεί τόσο όσος είναι και ο όγκος των απλήρωτων δανείων, κάτι που σημαίνει ότι κι οι αποταμιεύσεις των προηγούμενων χρόνων  θα εξαφανιστούν. Επομένως, τα κέρδη που επιτεύχθηκαν στο παρελθόν και κατατέθηκαν στις τράπεζες είναι, στην ουσία, μια ψευδαίσθηση, μιας και η «ζωή» τους τίθεται σοβαρά σε κίνδυνο λόγω των νέων δανεισμών για την  επίτευξη του παρόντος κέρδους. Κατά την περίοδο των αποπληρωμών, όλο το σύστημα καταρρέει (δεν υπάρχει επαρκής ροή χρημάτων για την αποπληρωμή όλων των αρχικών ποσών των δανείων και των επιτοκίων) και τα κέρδη διαγράφονται.

Επομένως, ποια είναι η σημασία των επιτοκίων, από τη στιγμή που προκαλούν τόσο σημαντικές  πτώσεις στην παγκόσμια αγοραστική δύναμη, οι οποίες ακολουθούνται και από την κάμψη του παγκόσμιου κέρδους;

Η κλασική θεωρία διδάσκει ότι το επιτόκιο είναι ένα είδος επιβράβευσης για την ανάληψη ρίσκου. Τα απλά μαθηματικά, όμως, αποδεικνύουν ότι η ύπαρξη επιτοκίου σε παγκόσμια κλίμακα συμβάλλει άμεσα στην κατάρρευση όλης της οικονομίας και, ακριβώς γι΄αυτό το λόγο, δεν είναι δυνατό να αποπληρωθεί. Σίγουρα όχι ένα μέρος του, μιας και δεν υπάρχουν πόροι στο σύστημα για το συγκεκριμένο σκοπό. Σύμφωνα με παραδείγματα από την ιστορία, κάποια κράτη θεωρούσαν το επιτόκιο ως κακό , γι΄αυτό και το απαγόρευαν. Το επιτόκιο ευθύνεται για τη μείωση των κεφαλαίων στην οικονομία και τη συσσώρευσής τους στις τράπεζες, οι οποίες προσπαθούν να δανείζουν όσο περισσότερο γίνεται. Όσο πιο επιτυχείς είναι σε αυτό , τόσο πιο πολλά χρήματα αποσύρονται από την κυκλοφορία, έτσι όλη η οικονομία οδηγείται σε ύφεση. Η ύφεση θα ξεκινούσε ακόμα και κατά τη διάρκεια των αποπληρωμών του αρχικού ποσού των δανείων, αλλά τα επιτόκια την ενισχύουν σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. 

Δεν είναι κάτι το αξιοπερίεργο ότι τα πρώτα μέτρα των κεντρικών τραπεζών σε περιόδους υφέσεων είναι η μείωση των επιτοκίων και η τεράστια οικονομική ένεση στους λιανικούς τραπεζικούς οίκους με τη μορφή πάρα πολύ φτηνών δανείων. Χωρίς αυτά, οι τράπεζες σύντομα θα χρεοκοπούσαν, διότι η ροή των χρημάτων δεν θα επαρκούσε για την αποπληρωμή όλων των δανείων και των επιτοκίων.  Οι καταθέσεις θα παρέμεναν ακάλυπτες και οι καταθέτες θα ξυπνούσαν ένα «ωραίο» πρωινό, συνειδητοποιώντας ότι η ανάληψη χρημάτων από τις αυτόματες ταμειακές μηχανές δεν είναι δυνατή.

Επομένως, τα ακάλυπτα παλιά και νέα κέρδη (καταθέσεις) καλύπτονται προσωρινά από τα δάνεια των κεντρικών τραπεζών. Είναί, όμως, αυτό μια μόνιμη λύση; Θα μπορέσουν οι τράπεζες να επιστρέψουν αυτά τα χρήματα; Η απάντηση είναι όχι. Αν υπήρχε η δυνατότητα αποληρωμής των δανείων (αρχικού ποσού και επιτοκίου) των κεντρικών τραπεζών, τότε θα υπήρχαν και χρήματα σε κάποια πτυχή της πραγματικής οικονομίας, ώστε να επιστραφούν στις λιανικές τράπεζες. Όμως, αυτά τα χρήματα δεν υπάρχουν, μιας και απουσία τους ήταν ο λόγος που δεν μπορούσαν να αποπληρωθούν τα αρχικά δάνεια στο πρώτο στάδιο του κύκλου. Το μόνο πράγμα που ελπίζουν οι εμπορικές τράπεζες είναι ότι θα καταφέρουν να παρέχουν νέα δάνεια με ακόμα υψηλότερα επιτόκια και σταδιακά να αποπληρώσουν τα δάνεια που πήραν από την κεντρική τράπεζα. Εντούτοις, μια τέτοια εξέλιξη προκαλεί ακόμα πιο μεγάλη μείωση στην προσφορά χρημάτων στην πραγματική οικονομία και βαθαίνει ακόμα πιο πολύ την ύφεση. Αυτά τα νέα δάνεια δεν θα αποπληρωθούν κι, έτσι,  το σύστημα αργοπεθάνει.

Οι επιχορηγήσεις που δίνονται στις εμπορικές τράπεζες με τη μορφή δανείων από τις κεντρικές τράπεζες δεν αυξάνουν την αγοραστική δύναμη των ανθρώπων, παρά μόνο καλύπτουν προσωρινά τους απόντες πόρους των εμπορικών τραπεζών. Δεν υπάρχει κατανάλωση, καθώς δεν αποκαθίσταται η αγοραστική δύναμη των ανθρώπων. Η μόνη επιλογή που έχουν εκ νέου είναι η λήψη κι άλλων δανείων. Όμως, το να μπορείτε να πάρετε ένα δάνειο των 1000 δολ. δεν είναι σίγουρα το ίδιο με το να λάβετε μία αύξηση μισθού της τάξης των 1000 δολ. μηνιαία. Σε περίοδο ύφεσης, υπάρχει υψηλότατη ανεργία, αβεβαιότητα, οι μισθοί δεν αυξάνονται, άρα δεν υπάρχει και προθυμία ανάληψης δανείων. Οι κατασχέσεις περιουσιών γίνονται καθημερινό φαινόμενο: πόσοι γνωστοί μας έχασαν το σπίτι τους ή το διαμέρισμά  τους επειδή δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις μηνιαίες δόσεις; Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι καταναλωτές δεν είναι πρόθυμοι να στηρίξουν την κατανάλωσή τους μέσω δανείων, επομένως το γρανάζι του καπιταλισμού παύει να λειτουργεί. Συνεπώς, η προσπάθεια αναζωογόνησης  της οικονομίας μέσω νέων δανείων είναι μία αυτοκαταστροφική πολιτική, η οποία οδηγεί μόνο στη μη βιώσιμη ανάπτυξη.

Ο μόνος τρόπος σωστής λειτουργίας της οικονομίας που στηρίζεται σε δάνεια συνδέεται με τον πληθωρισμό. Αν ο πληθωρισμός είναι μεγαλύτερος από τα επιτόκια, τότε μόνο μπορούν περισσότερα χρήματα να διοχετευτούν στο σύστημα. Όμως, αν ο πληθωρισμός δεν συμβαδίζει με μία ανάλογη αύξηση των μισθών, τότε το μόνο αποτέλεσμα των αυξήσεων των τιμών είναι η αύξηση του περιθωρίου του κέρδους, γεγονός που έχει αρνητικότατο αντίκτυπο στη διαθέσιμη αγοραστική δύναμη, όπως περιγράφεται στο μοντέλο που ακολουθεί. Υπάρχουν τρεις πιθανές περιπτώσεις όσον αφορά  τον πληθωρισμό και τους μισθούς:

Επιτόκιο < Πληθωρισμός (προϊόντα και υπηρεσίες) > Αύξηση των μισθών

Τα δάνεια τροφοδοτούν την οικονομία με περισσότερα χρήματα, όμως το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης  ακυρώνεται από το γεγονός ότι οι μισθοί δεν συμβαδίζουν με τον πληθωρισμό. Μετά από λίγο, οι άνθρωποι δεν θα είναι σε θέση να αγοράζουν μέσω δανείων αυτά που μπορούσαν να αγοράζουν στο παρελθόν, καθώς οι μισθοί τους δεν θα επαρκούν για τη λήψη του νέου δανείου. Επομένως, αυτή η μέθοδος δεν είναι μια μακροπρόθεσμη λύση, καθώς οδηγεί σε μια γενική ύφεση της αγοραστικής δύναμης λόγω της λήψης δανείων.

Επιτόκιο < Πληθωρισμός (προϊόντα και υπηρεσίες) = Αύξηση των μισθών

Στην περίπτωση που οι μισθοί αυξάνονται με τους ίδιους ρυθμούς ανόδου του πληθωρισμού, μπορούμε να πούμε ότι όλοι βγαίνουν κερδισμένοι. Τα δάνεια παρέχουν επιπρόσθετους πόρους στην οικονομία, καθώς ο πληθωρισμός -το ποσοστό του οποίου είναι μεγαλύτερο από αυτό των επιτοκίων- και οι μισθοί, που αυξάνονται με τους ίδιους ρυθμούς, προσφέρουν το απαραίτητο συμπλήρωμα για τους διανεμημένους μισθούς. Όμως, το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι ο πληθωρισμός πρέπει να βρίσκεται συνεχώς πάνω από τα επίπεδα των καταναλωτικών επιτοκίων, κάτι που σπάνια συμβαίνει. Με τις σημερινές συνθήκες, ο πληθωρισμός θα έπρεπε να είναι πάνω από 4-5% για τα ενυπόθηκα δάνεια και 8-10% για τα καταναλωτικά δάνεια, άρα μέσο όρο 6-7% περισσότερο από τα επίπεδα των επιτοκίων! Αυτή η περίπτωση δεν είναι και η πιο επιθυμητή, μιας και θα πυροδοτούσε άλλα προβλήματα, όπως η ελαχιστοποίηση της αξίας των συντάξεων, οδηγώντας στην καταστροφή τους μελλοντικούς συνταξιούχους και την αγοραστική τους δύναμη.  Αυτό θα μπορούσε να αντισταθμίσει σημαντικά όλα τα κέρδη του πληθωρισμού που σχετίζονται με τα δάνεια ως μέσο αύξησης της αγοραστικής δύναμης στο σύστημα. Είναι πολύ σημαντικό να θυμόμαστε ότι, εκτός των άλλων, μία αύξηση των μισθών με τους ίδιους ρυθμούς θα ήταν απαραίτητη. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να μιλούμε για πρακτικές που ισχύουν τώρα και αφορούν την αύξηση της παραγωγικότητας πάνω από το επίπεδο των μισθών. Μια άποψη που δεν χαίρει εκτίμησης από πολλούς διευθύνοντες συμβούλους. Όμως, ας υποθέσουμε ότι συμφωνείτε ότι ο πληθωρισμός είναι η μόνη επιλογή και αποφασίζετε να διαβείτε αυτή την οδό. Τότε γιατί να περιπλέξετε την κατάσταση, πρώτα, με μια χρηματική ένεση στην οικονομία μέσω των τραπεζικών δανείων (τα οποία μειώνουν την αγοραστική δύναμη λόγω των αποπληρωμών), και, ακολούθως, να προσπαθείτε να ελέγξετε τον πληθωρισμό, προσθέτοντας όλο και περισσότερα χρηματικά συμπληρώματα για να τον κρατήσετε μόνιμα στα επίπεδα που επιθυμείτε; Διότι, αν είστε πρόθυμοι να «τυπώσετε χρήματα», μπορείτε κάλλιστα να συμπληρώσετε απευθείας τη χαμένη αγοραστική δύναμη μέσω νομισματικών μέτρων τόνωσης, έτσι ώστε κι η κυβέρνηση να ανακατανέμει αυτά τα χρήματα στους πολίτες μέσω διαφόρων προγραμμάτων (βλέπε επόμενα κεφάλαια). Με την αξιοποίηση άμεσων νομισματικών μέτρων τόνωσης, ο όγκος των χρημάτων από αυτά τα μέτρα θα είναι αισθητά μικρότερος (δεν χρειάζεται να είναι μεγαλύτερος από το επιτόκιο για να αντισταθμίσει το αποτέλεσμα των δανεισμών) και, επομένως, ο πληθωρισμός δεν είναι αναγκαίος! Τα συμπληρωματικά νομισματικά μέτρα τόνωσης μπορεί να δημιουργήσουν συνθήκες πληθωρισμού, ο οποίος, όμως, θα αποτελεί απλά μία πιθανότητα, καθώς  δεν θα εξελιχθεί ποτέ σε έναν ολοκληρωμένο πληθωρισμό (βλέπε κεφάλαιο Εισπράκτορες εναντίον «Διογκοτών»).  Συνοψίζοντας,  η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης μέσω δανείων είναι πιο περίπλοκη και ριψοκίνδυνη από όσο μπορεί να φανταστεί ο οποιοσδήποτε με μια πρώτη ματιά. Για να λειτουργήσει το συγκεκριμένο εγχείρημα απαιτείται συνεχής επίβλεψη και εξαιρετικός   συγχρονισμός ενός πληθωρισμού συγκεκριμένων παραμέτρων, γεγονός που το καθιστά μία υπερβολικά επικίνδυνη και απρόβλεπτη επιλογή.

 

Επιτόκιο < Πληθωρισμός (προϊόντα και υπηρεσίες) < Αύξηση των μισθών

Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει για τα δάνεια, όχι, όμως, και για τις επιχειρήσεις. Οι αυξήσεις των μισθών πάνω από τα επίπεδα της παραγωγικότητας αποτελούν μια βραχυπρόθεσμη λύση για την εξισορρόπηση της άνισης διανομής του ΑΕΠ (όταν υπάρξει τέτοια ανάγκη), όμως δεν μπορεί να συμβαίνει για πάντα, μιας και οι επιχειρήσεις θα χρεοκοπούσαν.

Οι λόγοι που οι τράπεζες δεν αφήνουν αυτή την επιλογή να περάσει απαρατήρητη είναι η ύπαρξη των επιπρόσθετων πόρων, οι οποίοι συμπληρώνουν αισθητά τη χαμένη αγοραστική δύναμη.  Χωρίς αυτό το στοιχείο, οι τράπεζες θα βίωναν τις συνέπειες πολύ σύντομα, όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της πρώτης μεγάλης ύφεσης τη δεκαετία του 30. Μετά από αυτό, μία νέα συμφωνία (New Deal) εφαρμόστηκε, το κράτος ανέλαβε ένα πιο ενεργό ρόλο και η άνοδος του κρατικού χρέους άρχισε να συμπληρώνει τη χαμένη αγοραστική δύναμη. Παρόλα αυτά, στην ουσία,  σήμερα οι επιχειρηματίες λησμόνησαν  την ανάγκη και τη σημασία της ανάλυσης αυτής της επιτυχίας τους και τους λόγους επίτευξής της, όπως, για παράδειγμα, η χρηματοδότηση του ελλείμματος από το κράτος.    

 

Μεταφορές  χρημάτων

Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε ότι τα δάνεια δεν αντιπροσωπεύουν μία πηγή αγοραστικής δύναμης, η οποία μπορεί μόνιμα να μετατρέπεται σε πωλήσεις και κέρδη, λόγω της επίδρασης του επιτοκίου που αποδεκατίζει την αγοραστική δύναμη μέχρι και την ολοκληρωτική κατάρρευση της οικονομίας. Ας  δούμε τώρα, λοιπόν, αν οι μεταφορές χρημάτων μπορούν να φέρουν καλύτερα αποτελέσματα.

Κατά τη διάρκεια των μεταφορών, η χαμένη αγοραστική δύναμη αντικαθίσταται από επιπρόσθετους πόρους που προέρχονται από το κράτος και οι οποίοι, συνεπώς, αναδιανέμονται στους πολίτες μέσω διαφόρων προγραμμάτων.

Οι οικονομικοί πόροι μέσω των οποίων το κράτος  χρηματοδοτεί τις μεταφορές είναι οι εξής:

 

Η αναλογία του κάθε μέρους είναι πολύ ευμετάβολη, ανάλογα με τη μακροοικονομική πολιτική που επιλέγει η εκάστοτε κυβέρνηση.

Μια έντονη αντιπαράθεση μαίνεται διαρκώς σχετικά με το ρόλο του κράτους, την ανάγκη, δηλαδή, μείωσης των δημόσιων δαπανών και αύξησης των περικοπών, κυρίως σε περιόδους ύφεσης όπου οι κρατικοί προϋπολογισμοί πλήττονται από χαμηλότερους φόρους. Αυτή η θεωρία προσπαθεί να αποδείξει πως οι κρατικές δαπάνες είναι, όντως, απόλυτα απαραίτητες ακόμα και σε περιόδους ευμάρειας, καθώς αν τέτοιοι επιπρόσθετοι πόροι δεν διοχετεύονται στην οικονομία σε μια σταθερή βάση, τότε η κατάσταση αρχίζει να επιδεινώνεται. Είναι δύσκολο να αποδεχτεί κάποιος αυτή την άποψη, καθώς μοιάζει να είναι ένα βασικό ένστικτο του κάθε επιχειρηματία ή ακόμα και του απλού πολίτη η αποταμίευση, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Όμως, ό,τι δουλεύει στα μικροοικονομικά δεν σημαίνει ότι μπορεί να εφαρμόζεται με επιτυχία και στη μακροοικονομία. Αυτή η διαφοροποίηση είναι ζωτικής σημασίας και η ικανότητα του να κατανοεί κάποιος τον κοινό τρόπο σκέψης των απλών ανθρώπων είναι το κλειδί της επιτυχίας για ένα έθνος ή ένα κράτος. Στο ανώτατο αυτό επίπεδο, δεν ισχύουν πλέον οι μέθοδοι και οι στρατηγικές ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών. Ο ρόλο της κυβέρνησης μίας χώρας δεν είναι να επικρατήσει των επιχειρήσεών που δραστηριοποιούνται εντός των συνόρων, αλλά να παρέχει το κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη και ευμάρειά τους. Έτσι σε αυτό το στάδιο, στοιχεία, όπως το συνολικό χρηματικό μέγεθος, μπαίνουν στο παιχνίδι, ενώ τα κέρδη δεν πραγματοποιούνται πλέον λόγω θετικών επιχειρηματικών ιδεών, αλλά επειδή διοχετεύτηκαν χρήματα στην οικονομία, τα οποία επέτρεψαν σε κάποιους να γίνουν εκατομμυριούχοι και να κρατήσουν τα κέρδη από τα προστιθέμενα αυτά κεφάλαια.