3.2 Φόροι

Στην περίπτωση που αυτοί οι πόροι είναι φόροι, αυτό που συμβαίνει είναι η εν μέρει εξάντληση του κέρδους που έχει ήδη επιτευχθεί:

 

Οι προγραμματισμένες πωλήσεις είναι μεγαλύτερες από τους μισθούς και, συνεπώς, η επίτευξή τους σε παγκόσμια κλίμακα δεν είναι δυνατή χωρίς δάνεια ή μεταφορές χρημάτων. Αν λάβουμε ένας μέρος των κερδών και το χρησιμοποιήσουμε για τη χρηματοδότηση αυτών των επιπρόσθετων πόρων, τότε έχουμε υψηλότερη αγοραστική δύναμη σε σύγκριση με τους μισθούς που καταβάλλονται στους εργαζόμενους. Ως αποτέλεσμα, προκύπτουν υψηλότεροι μισθοί, οι οποίοι, όμως, δεν φτάνουν το επίπεδο των προγραμματισμένων πωλήσεων, καθώς ένα μέρος του κέρδους έχει κατακρατηθεί. Το μέρος αυτό ισοδυναμεί με το ποσό της διαφοράς μεταξύ των προγραμματισμένων πωλήσεων και αυτών που μπορούν ουσιαστικά να πραγματοποιηθούν, και αποτελεί τη δυνητική αγοραστική δύναμη.

 

Το αντίκτυπο των φόρων είναι προφανές, καθώς αυξάνουν αμέσως την αγοραστική δύναμη, αν και αυτό δεν είναι αρκετό ακόμα για την ολοκλήρωση των προγραμματισμένων πωλήσεων. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός. Οι προγραμματισμένες πωλήσεις είναι μεγαλύτερες από το αφορολόγητο κέρδος και, επομένως, οι μισθοί δεν επαρκούν ακόμα για την παροχή όλης της απαιτούμενης αγοραστικής δύναμης. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μεταφορές από το κέρδος και μόνο δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται σε μόνιμη βάση για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς οι συνεχώς αυξανόμενοι φόροι μεγαλώνουν την αγοραστική δύναμη, αλλά ταυτόχρονα μειώνουν το κέρδος σταδιακά και εν τέλει το μηδενίζουν. Έτσι, στην ακραία περίπτωση που έχουμε 100% φόρους, οι πωλήσεις είναι στο ίδιο επίπεδο με τους μισθούς και τους φόρους (δηλαδή όλες οι προγραμματισμένες πωλήσεις πραγματοποιούνται), όμως, το κέρδος παραμένει στο 0.

Ενώ το αντίκτυπο των επιτοκίων και της επακόλουθης μείωσης των κερδών λόγω της πτώσης των πωλήσεων δεν είναι τόσο εμφανές (όντως, οι επιχειρήσεις δεν το γνωρίζουν αυτό και ούτε ανησυχούν για το γεγονός ότι οι πωλήσεις που προήλθαν μέσω δανείων θα έχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα), οι μεταφορές  χρημάτων από το κέρδος σε μορφή φόρων είναι πιο εύκολο να γίνουν αντιληπτές. Γι΄ αυτό και οι επιχειρήσεις αντιτίθενται σε αυτές με σφοδρότητα.  Έτσι, λοιπόν, όταν μία νέα κυβέρνηση ανακοινώνει τα σχέδιά της για υψηλότερη φορολόγηση, οι χρηματιστηριακές αγορές σημειώνουν σημαντικές απώλειες. Είναι προφανές ότι όταν ακολουθούνται τέτοιες  φορολογικές πολιτικές, τα κέρδη πέφτουν άμεσα, οι πωλήσεις, όμως, αυξάνονται. Συνεπώς, το αποτέλεσμα της φορολόγησης θα επιβραδύνει τη δημιουργία κέρδους, αλλά θα αυξήσει τις πωλήσεις και τον κύκλο εργασιών της οικονομίας.

Συνεπώς, ούτε οι φόροι από μόνοι τους δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν μία βιώσιμη πηγή οικονομικής ανάπτυξης και επίτευξης κέρδους. Αν θα έπρεπε να βρίσκονται στα επίπεδα τα οποία θα εγγυούνταν την επίτευξη όλων των προγραμματισμένων πωλήσεων, κάτι που σημαίνει 100% φορολόγηση, τότε μια τέτοια περίπτωση δεν θα ήταν και τόσο ενθαρρυντική για τις επιχειρήσεις. Αν βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα, οι προγραμματισμένες πωλήσεις δεν επιτυγχάνονται σε τέτοιο βαθμό όσο είναι, ακριβώς, το απόν μέρος του κέρδους, το οποίο παραμένει αφορολόγητο. Σε παγκόσμια κλίμακα και μακροπρόθεσμα, είναι αδύνατο να επιτευχθούν κέρδη μέσω των φορολογήσεων.